Το Νομισματικό Μουσείο διαθέτει 500.000 προσκτήματα -κυρίως νομίσματα, αλλά και μετάλλια, μολυβδόβουλλα, σφραγιδολίθους, σταθμία, οβελούς και τάλαντα- που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα π.Χ. έως σήμερα.

Οι πλουσιότερες συλλογές είναι αυτές των αρχαίων νομισμάτων, που αφορούν από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. Πρόκειται για τα νομίσματα των πόλεων-κρατών, των βασιλέων και των ηγεμόνων του αρχαίου ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου, της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, των ρωμαίων αυτοκρατόρων και των επαρχιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Εξίσου σημαντικές είναι οι συλλογές των βυζαντινών και μεσαιωνικών νομισμάτων, που χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 15ο αιώνα. Υπάρχει μεγάλος αριθμός νομισμάτων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με αντιπροσωπευτικές κοπές όλων των αυτοκρατόρων και των νομισματοκοπείων, κοπές κρατών και ηγεμόνων της Μεσαιωνικής Δύσης και Ανατολής, καθώς και εκδόσεις των φραγκικών κρατιδίων που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα από τον 13ο αιώνα.

Η περίοδος από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα καλύπτεται από νομίσματα των περισσοτέρων κρατών του νεώτερου και σύγχρονου κόσμου. Έμφαση δίνεται στα νομίσματα που κυκλοφόρησαν στον ελλαδικό χώρο αυτούς τους αιώνες, όπως κοπές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, νομίσματα ευρωπαϊκών κρατών και αυτοκρατοριών, καθώς και κέρματα και χαρτονομίσματα του νέου ελληνικού κράτους.

 

 

Ιδιαίτερες συλλογές αποτελούν τα άλλα τεχνουργήματα μικρογλυπτικής και μικροτεχνίας που απόκεινται στο Μουσείο.

Τα αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά και μεσαιωνικά σταθμία, τα βάρη για το ζύγισμα διαφόρων προϊόντων και νομισμάτων, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για τους σταθμητικούς κανόνες και τις εμπορικές συναλλαγές σε διάφορες εποχές.

Οι σφραγιδόλιθοι που χρησιμοποιούνται ως σύμβολα εξουσίας, ως κόσμημα και για να δηλώσουν ταυτοπροσωπία, γνησιότητα ή αξία.

Η πλούσια συλλογή βυζαντινών μολυβδοβούλλων αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για τη βυζαντινή Σιγιλλογραφία και Σφραγιστική.

Τα μετάλλια διασώζουν πλήθος πληροφοριών για ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, αλλά και για απεικονίσεις κτισματων, πόλεων και ολόκληρων περιοχών, εκφράζοντας την τέχνη της κάθε εποχής από την Αναγέννηση έως σήμερα.

Το Μουσείο για να διαχειριστεί τις συλλογές του διαθέτει Τμήμα Αρχαίων Νομισμάτων, Σταθμίων και Μικροτεχνίας, Τμήμα Βυζαντινών και Μεσαιωνικών Νομισμάτων και Σφραγίδων, και Τμήμα Νεωτέρων Νομισμάτων και Μεταλλίων.

 

 

Στο σύνολό της η εθνική συλλογή του ΝΜ αποτελεί μία από τις πλουσιότερες στον κόσμο μαζί με τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο, της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι, του Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη, του Μουσείου Μπόντε στο Βερολίνο και της Αμερικανικής Νομισματικής Εταιρείας στη Νέα Υόρκη.

Πυρήνα της Συλλογής αποτέλεσαν τα 329 νομίσματα του πρώτου Αρχαιολογικού Μουσείου που είχε οργανωθεί το 1829 στην Αίγινα, πρωτεύουσα για λίγο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Από τότε η Συλλογή εμπλουτίστηκε σταδιακά με νομίσματα αλλά και άλλα αντικείμενα που κατατέθηκαν στο Μουσείο ως δωρεές, παραδόσεις, αγορές, κατασχέσεις αλλά και ανασκαφικά ευρήματα. Έτσι, μέχρι τη δεκαετία του 1970, περισσότερα από 50.000 νομίσματα από τις ανασκαφές στο Άργος, την Ολυμπία, την Κόρινθο, τους Δελφούς, την Ολυνθο κλπ. είχαν παραδοθεί στο Μουσείο.

Περισσότερα από 190.000 νομίσματα ανήκουν σε 670 αρχαίους ελληνικούς, ρωμαϊκούς, βυζαντινούς, μεσαιωνικούς και νεώτερους «θησαυρούς» από όλη την Ελλάδα. Τα κλειστά αυτά σύνολα νομισμάτων αποτελούν σημαντικές πηγές πληροφόρησης για τη νομισματική κυκλοφορία και οικονομία στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα.