BYZANTINAI HMEPAI

Η θεματογραφία του Καβάφη περιλαμβάνει ιστορικά πρόσωπα του Βυζαντίου ήδη από τα πρωτόλεια ποιήματά του. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, 1081-1118, και οι γυναίκες που πλαισίωσαν τη ζωή και τη δράση του, όπως η μητέρα του Άννα Δαλασσηνή, η σύζυγός του Ειρήνη Δούκαινα και η κόρη του Άννα Κομνηνή, αλλά και ο υπόλοιπος οίκος των Κομνηνών απασχόλησαν τον ποιητή. Αρκετά από τα ποιήματά του αναφέρονται στην περίοδο της παρακμής πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1453, και την πτώση της Τραπεζούντας το 1462. Στις Βυζαντιναί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα Bυζαντινός άρχων, εξόριστος στιχουργών, Άννα Δαλασηνή, Άννα Kομνηνή, Mανουήλ Kομνηνός, Aπό υαλί χρωματιστό και Πᾶρθεν για τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους, τον οικογενειακό τους περίγυρο, την παρακμή πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την άλωση της Τραπεζούντας.

ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ

Στὸν πρόλογο τῆς Ἀλεξιάδος της θρηνεῖ, γιὰ τὴν χηρεία της ἡ Ἄννα Κομνηνή. Εἰς ἴλιγγον εἶν᾽ ἡ ψυχή της. «Καὶ »ρείθροις δακρύων» μᾶς λέγει «περιτέγγω »τοὺς ὀφθαλμούς….. Φεῦ τῶν κυμάτων» τῆς ζωῆς της, «φεῦ τῶν ἐπαναστάσεων». Τὴν καίει ἡ ὀδύνη «μέχρις ὀστέων καὶ μυελῶν καὶ μερισμοῦ ψυχῆς». Ὅμως ἡ ἀλήθεια μοιάζει ποὺ μιὰ λύπη μόνην καιρίαν ἐγνώρισεν ἡ φίλαρχη γυναῖκα· ἕναν καϋμὸ βαθὺ μονάχα εἶχε (κι ἄς μὴν τ᾽ ὁμολογεῖ) ἡ ἀγέρωχη αὐτὴ Γραικιά, ποὺ δὲν κατάφερε, μ᾽ ὅλην τὴν δεξιότητά της, τὴν Βασιλείαν ν᾽ ἀποκτήσει· μὰ τὴν πῆρε σχεδὸν μεσ᾽ ἀπ᾽ τὰ χέρια της ὁ προπετὴς Ἰωάννης.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΧΩΝ, ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ, ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ

Οἱ ἐλαφροὶ ἂς μὲ λέγουν ἐλαφρόν. Στὰ σοβαρὰ πράγματα ἤμουν πάντοτε ἐπιμελέστατος. Καὶ θὰ ἐπιμείνω, ὅτι κανεὶς καλλίτερά μου δὲν γνωρίζει Πατέρας ἢ Γραφάς, ἢ τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων. Εἰς κάθε ἀμφιβολίαν του ὁ Βοτανειάτης, εἰς κάθε δυσκολίαν στὰ ἐκκλησιαστικά, ἐμένα συμβουλεύονταν, ἐμένα πρῶτον. Ἀλλὰ ἐξόριστος ἐδῶ (νὰ ὄψεται ἡ κακεντρεχὴς Εἰρήνη Δούκαινα), καὶ δεινῶς ἀνιῶν, οὐδόλως ἄτοπον εἶναι νὰ διασκεδάζω ἑξάστιχα κι ὀκτάστιχα ποιῶν — νὰ διασκεδάζω μὲ μυθολογήματα Ἑρμοῦ, καὶ Ἀπόλλωνος, καὶ Διονύσου, ἢ ἡρώων τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Πελοποννήσου· καὶ νὰ συνθέτω ἰάμβους ὀρθοτάτους, ὅπως — θὰ μ᾽ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ — οἱ λόγιοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ξέρουν νὰ συνθέσουν. Αὐτὴ ἡ ὀρθότης, πιθανόν, εἶν᾽ ἡ αἰτία τῆς μομφῆς.

1921

ΑΝΝΑ ΔΑΛΑΣΣΗΝΗ

Εἰς τὸ χρυσόβουλλον ποὺ ἔβγαλ᾽ ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν μητέρα του ἐπιφανῶς, τὴν λίαν νοήμονα Κυρίαν Ἄννα Δαλασσηνὴ — τὴν ἀξιόλογη στὰ ἔργα της, στὰ ἤθη — ὑπάρχουν διάφορα ἐγκωμιαστικά: ἐδῶ ἂς μεταφέρουμε ἀπὸ αὐτὰ μιὰ φράσιν ἔμορφην, εὐγενικὴ «Οὐ τὸ ἐμὸν ἢ τὸ σόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα, ἐρρήθη».

1927

ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς μιὰ μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη. Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος παληὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται, κι ἀπ᾽ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν, καὶ τὰ φορεῖ, κ᾽ εὐφραίνεται ποὺ δείχνει ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου. Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν, καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν ντυμένοι μὲς τὴν πίστι των σεμνότατα.

1905

ΑΠΟ ΥΑΛΙ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ

Πολὺ μὲ συγκινεῖ μιὰ λεπτομέρεια στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν. Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολύτιμους λίθους (τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ᾽ ἡ πτώχεια) φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρὸ κομάτια ἀπὸ ὑαλί, κόκκινα, πράσινα ἢ γαλάζια. Τίποτε τὸ ταπεινὸν ἢ τὸ ἀναξιοπρεπὲς δὲν ἔχουν κατ᾽ ἐμὲ τὰ κοματάκια αὐτὰ ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων. Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἥρμοζε νὰ ἔχουν, τοῦ τί ἐξ ἅπαντος ἧταν ὀρθὸν νὰ ἔχουν στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός, μιὰ Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρόνικου Ἀσάν.

1925

 

ΠEPIMENONTAΣ TOYΣ BAPBAPOYΣ

Η σκηνή είναι πιθανότατα φανταστική αλλά το σκηνικό μας υποβάλλει τη Ρώμη της παρακμής λίγο πριν την κατάλυση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας από τους λαούς των μεγάλων επιδρομών.

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

—Τί περιμένουμε στὴν ἀγορὰ συναθροισμένοι; Εἶναι οἱ βάρβαροι νὰ φθάσουν σήμερα.

—Γιατί μέσα στὴν Σύγκλητο μιὰ τέτοια ἀπραξία; Τί κάθοντ᾽ οἱ Συγκλητικοὶ καὶ δὲν νομοθετοῦνε; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα. Τί νόμους πιὰ θὰ κάμουν οἱ Συγκλητικοί; Οἱ βάρβαροι σὰν ἔλθουν θὰ νομοθετήσουν.

—Γιατί ὁ αὐτοκράτωρ μας τόσο πρωΐ σηκώθη, καὶ κάθεται στῆς πόλεως τὴν πιὸ μεγάλη πύλη στὸν θρόνο ἐπάνω, ἐπίσημος, φορῶντας τὴν κορώνα; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα. Κι ὁ αὐτοκράτωρ περιμένει νὰ δεχθεῖ τὸν ἀρχηγό τους. Μάλιστα ἑτοίμασε γιὰ νὰ τὸν δώσει μιὰ περγαμηνή. Ἐκεῖ τὸν ἔγραψε τίτλους πολλοὺς κι ὀνόματα.

—Γιατί οἱ δυό μας ὕπατοι κ᾽ οἱ πραίτορες ἐβγῆκαν σήμερα μὲ τὲς κόκκινες, τὲς κεντημένες τόγες• γιατί βραχιόλια φόρεσαν μὲ τόσους ἀμεθύστους, καὶ δαχτυλίδια μὲ λαμπρά, γυαλιστερὰ σμαράγδια· γιατί νὰ πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ᾽ ἀσήμια καὶ μαλάματα ἔκτακτα σκαλιγμένα; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα· καὶ τέτοια πράγματα θαμπόνουν τοὺς βαρβάρους.

—Γιατί κ᾽ οἱ ἄξιοι ρήτορες δὲν ἔρχονται σὰν πάντα νὰ βγάλλουνε τοὺς λόγους τους, νὰ ποῦνε τὰ δικά τους; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα· κι αὐτοί βαρυοῦντ᾽ εὐφράδειες καὶ δημηγορίες.

—Γιατί ν᾽ ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτὴ ἡ ἀνησυχία κ᾽ ἡ σύγχυσις. (Τὰ πρόσωπα τί σοβαρὰ ποὺ ἐγίναν). Γιατί ἀδειάζουν γρήγορα οἱ δρόμοι κ᾽ ἡ πλατέες, κι ὅλοι γυρνοῦν στὰ σπίτια τους πολὺ συλλογισμένοι; Γιατὶ ἐνύχτωσε κ᾽ οἱ βάρβαροι δὲν ἧλθαν. Καὶ μερικοὶ ἔφθασαν ἀπ᾽ τὰ σύνορα, καὶ εἴπανε πὼς βάρβαροι πιὰ δὲν ὑπάρχουν. Καὶ τώρα τί θὰ γὲνουμε χωρὶς βαρβάρους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις.

1898