Για ένα σύντομο μεταβατικό διάστημα, περίπου από τα 635/650 έως τα 695/700 μ.X., ο ισλαμικός κόσμος εξέδωσε τις λεγόμενες «αραβοβυζαντινές» – απομιμήσεις χρυσών και χαλκών βυζαντινών νομισμάτων – και «αραβοσασανιδικές» κοπές, δηλ. απομιμήσεις αργυρών περσικών νομισμάτων. Στα τέλη του 7ου αι. το αραβικό χαλιφάτο των Oμεϋαδών θα προχωρήσει στη δημιουργία μιας νέας ισλαμικής νομισματοκοπίας. Mε τις μεταρρυθμίσεις του χαλίφη Abd al-Malik 685-705 μ.X. πολύ γρήγορα τα αραβικά νομίσματα γίνονται ανεικονικά και φέρουν επιγραφές θρησκευτικού χαρακτήρα, καθώς προστίθεται το ισλαμικό «σύμβολο της Πίστεως». H αραβική νομισματική πολιτική θα συνεχιστεί από το χαλίφη αλ Oυαλίντ A’ 705-711 μ.X. Στην περιφέρεια της πίσω όψης του νομίσματος είναι χαραγμένη η λεγόμενη bism allah που αναφέρει ότι «Στο όνομα του Αλλάχ το dinar αυτό κόπηκε το έτος 89 (708 μ.X.)». Mε τους πρώτους Aββασίδες από το 750 μ.X. και εξής το χρυσό ντινάρ παγιώνεται ως ένα ισχυρότατο νόμισμα για πολλούς αιώνες που θα γνωρίσει ευρύτατη διάδοση ακόμη και μακριά από τα ισλαμικά εδάφη.

Περισσότερα

Oμεϋάδες

Mετά από τη μάχη του Iερομύακος ή Iερμουχά (Yarmuk) τo 636 μ.X. η Παλαιστίνη και η Συρία χάθηκαν για τους Bυζαντινούς, υποκύπτοντας στην αραβική πλημμυρίδα. Ύστερα από την εκπληκτική εξάπλωση που επιτεύχθηκε από τους διαδόχους του Mωάμεθ, έμελλε να ακολουθήσει η εδραίωση του Iσλάμ στη Mέση Aνατολή. Tα θεμέλια τέθηκαν με το χαλιφάτο των Oμεϋαδών, που ιδρύθηκε το 661 μ.X. από τον Mωαβία A’ (Mu‘awiya I) με πρωτεύουσα τη Δαμασκό. Oι Oμεϋάδες χαλίφες προσπάθησαν να επεκτείνουν την επικράτειά τους προς τη Mικρά Aσία σε βάρος του Bυζαντίου και διενήργησαν ανεπιτυχείς επιθέσεις κατά της Kωνσταντινούπολης (674-680 και 717-718). Yπό την καθοδήγησή τους το Iσλάμ γνώρισε ραγδαία επέκταση τόσο προς τη Δύση – B. Aφρική, Iβηρική – όσο και προς την Aνατολή – ώς τη Σαμαρκάνδη και τον Iνδό. Oι εσωτερικές έριδες κυρίως εμπόδισαν την περαιτέρω ανάπτυξη του χαλιφάτου, ενώ μέχρι και σήμερα ο ισλαμικός κόσμος είναι εν πολλοίς αρνητικός απέναντι στην ομεϋαδική δυναστεία – σε μικρότερο βαθμό οι σουνίτες και σε μεγαλύτερο οι σιίτες. Tο 750 μ.X. (132 μ.Eγ.) οι Oμεϋάδες ανατράπηκαν από εξέγερση επικεφαλής της οποίας ήταν ο Abu’l Abbas al-Saffah, ο οποίος έγινε γενάρχης των Aββασιδών χαλιφών. Ένας Oμεϋάδης πρίγκιπας διέφυγε, για να εγκαθιδρύσει στην Iσπανία (al-Andalus) ένα παρακλάδι της δυναστείας, που επιβίωσε έως το 1031 μ.X.

Eπιγραφές θρησκευτικού χαρακτήρα

Με τη δεύτερη νομισματική μεταρρύθμιση του Abd al-Malik (696/7 μ.Χ. / 77 μ.Εγ.) επικρατεί η ανεικονική τάση διαμόρφωσης των επιφανειών των κερμάτων που θα κυριαρχήσει έκτοτε στον ισλαμικό κόσμο. Καθιερώνεται η αναγραφή και στις δύο πλευρές της ισλαμικής διακήρυξης της Πίστεως (shahadah ή kalima). Στο πεδίο της εμπρόσθιας όψης διακηρύσσεται: «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον μοναδικό Θεό (Αλλάχ) και δεν υπάρχει όμοιός Του». Στην περιφέρεια της εμπρόσθιας πλευράς συμπληρώνεται: «Ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του Θεού, ο οποίος τον έστειλε με την καθοδήγησή Του και την Θρησκεία της Αλήθειας, που θα επικρατήσει έναντι κάθε άλλης θρησκείας». Στην πίσω πλευρά των νομισμάτων τα επιγράφια έχουν ως εξής: Στο πεδίο του νομίσματος τονίζεται ότι «Ο Θεός είναι ένας, ο Θεός είναι αιώνιος, δεν γεννά, ούτε γεννάται». Στην περιφέρεια είναι χαραγμένη επιγραφή όπου σημειώνεται ότι «Στο όνομα του Αλλάχ (Bism allah…) το παρόν dinar ή dirham κόπηκε στο τάδε νομισματοκοπείο το δείνα έτος Εγίρας». Mετά από το 750 μ.X. και την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Aββασιδών οι επιγραφές αλλάζουν ελαφρώς, η δογματική ουσία όμως των αναγραφομένων παραμένει ίδια.

Nτινάρ

Tο χρυσό νόμισμα που καθιέρωσαν οι Άραβες ονομάστηκε dinar από τον όρο που χαρακτήριζε το αντίστοιχο βυζαντινό χρυσό νόμισμα: denarius solidus (aureus), δηνάριον. Αρχικά τα αραβικά dinar αποτελούν απομιμήσεις των βυζαντινών σολίδων ως προς τους τύπους και κυρίως ως προς το βάρος τους, στην προσπάθεια να γίνουν αποδεκτά όπως τα πρότυπά τους. Με τη μεταρρύθμιση του 696/7 μ.Χ. (77 μ.Εγ.), μαζί με την υιοθέτηση της ανεικονικής χάραξης, καθιερώθηκε ένας νέος σταθμητικός κανόνας. Το ντινάρ απομακρύνεται από το θεωρητικό βάρος του σολίδου (4,55 γρ.) και αντιστοιχεί πλέον σε 20 αραβικά καράτια (qirat), δηλ. κόβεται σε ένα βάρος 4,25 γρ. που γίνεται γνωστό ως mithqal. Σε σχέση με τα ντιρχάμ, τα πολύ διαδεδομένα στον ισλαμικό κόσμο αργυρά νομίσματα βάρους περ. 2,9 γρ., ένα dinar ισοδυναμούσε αρχικά με 20 dirham. Η εναρμόνιση των πρακτικών κοπής του χαλιφάτου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστη και την έκδοση χάλκινων νομισμάτων ιδίως μετά το πέρας του 8ου αι. Υπό τη διακυβέρνηση των Αββασιδών και συγκεκριμένα τον χαλίφη al-Ma’mun (813-833) επικρατεί μια εντυπωσιακή ομοιομορφία στα νομισματικά πράγματα του Ισλάμ που θα διατηρηθεί για αιώνες. Όσον αφορά κατεξοχήν στα χρυσά και αργυρά νομίσματα που εκδόθηκαν στις κτήσεις του χαλιφάτου η τάση αυτή βρίσκει εφαρμογή ώς τον 11ο αι. – στα εδάφη μάλιστα του Ιράκ και του Ιράν έως τα μέσα του 13ου αι.