Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω… – Νομίσματα και Κωνσταντίνος Καβάφης
Η έκθεση Aυτός που εις το τετράδραχμον επάνω… Nομίσματα και Κωνσταντίνος Καβάφης παρουσιάστηκε στο Νομισματικό Μουσείο από τις 17 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 13 Μαρτίου 2009.
Ο Κ. Π. Καβάφης (1863-1933), ένας από τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές, έγραψε περισσότερα από 300 ποιήματα, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν από νωρίς σε άλλες γλώσσες και αγαπήθηκαν από το διεθνές κοινό.
Ο Καβάφης είχε βαθιά γνώση της ιστορίας. Διάβαζε συχνά Πλούταρχο και Πολύβιο και ήταν ενήμερος για τα έργα των ιστορικών της εποχής του. Σε πολλά ποιήματά του έχει δραματοποιήσει στιγμές ιστορικών αλλαγών και έντασης. Έχει παρουσιάσει ιστορικά πρόσωπα από τη δική του οπτική γωνία παρακολουθώντας τα σε καθοριστικές και μοιραίες στιγμές της ζωής τους, αποτέλεσμα των επιλογών τους ή και των ιστορικών συνθηκών. Χρησιμοποίησε τα νομίσματα, ειδικά της ελληνιστικής εποχής, ως ιστορική πηγή και εμπνεύστηκε από αυτά. Δεν είναι τυχαίο ότι τέσσερα από τα ποιήματά του αναφέρονται στην εικονογραφία και τις επιγραφές νομισμάτων.
Στην έκθεση γίνεται προσπάθεια να συνδυαστούν τα ποιήματα του Καβάφη με νομίσματα που προσφέρουν μαρτυρίες για το πρόσωπο ή την ιστορική στιγμή στην οποία αναφέρονται. H έκθεση βασίστηκε σε 35 ποιήματά του και πλαισιώθηκε από 176 νομίσματα, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από τις συλλογές του Nομισματικού Mουσείου, ενώ ένας μικρός αριθμός από τις συλλογές του Kunsthistorisches Museum στη Βιέννη και της Bibliothèque nationale de France στο Παρίσι.
KΩNΣTANTINOΣ Π. KABAΦHΣ
Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο ποιητής έζησε μερικά χρόνια στην Αγγλία και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αλεξάνδρεια.
Ανήκε στις γενιές εκείνες των Ελλήνων με κοσμοπολίτικη ανατροφή και συμπεριφορά. Στα χρόνια του ποιητή, η Αλεξάνδρεια ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη όπως και στην όψιμη ελληνιστική περίοδο.
Ο ποιητής ασχολήθηκε με την ιστορία της πόλης και του ελληνισμού, αλλά ήρθε και σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Ανάλογες αναζητήσεις απασχόλησαν εξάλλου τους Έλληνες της διασποράς, κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου, στα τέλη του 19ου αι., όπου τα κατάλοιπα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν ορατά και η νεοελληνική, μία γλώσσα πολύ διαδεδομένη ακόμα στην περιοχή. Από τη μία προσπαθούσαν να διαφυλάξουν την εθνική τους ταυτότητα και πολιτιστική κληρονομιά, και από την άλλη ακολουθούσαν τα νέα επιτεύγματα και τις τάσεις της ευρωπαϊκής κοινωνίας.

«Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα» του Gustave Moreau – περισσότερα…Ο Κ. Καβάφης φαίνεται ότι ήρθε σε επαφή με τον ευρωπαϊκό συμβολισμό στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική. Το ποίημά του «Ο Οιδίπους» γράφηκε αφού διάβασε μια περιγραφή του πίνακα «Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα» του Gustave Moreau που παρουσιάστηκε στο Salon του 1864. Ο ζωγράφος θεωρούνταν ο πρόδρομος του συμβολισμού από πολλούς οπαδούς του ρεύματος.

Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ἐγράφη ἔπειτα ἀπὸ ἀνάγνωσιν περιγραφῆς τῆς ζωγραφιᾶς «Ὁ Οἰδίπους καὶ ἡ Σφίγξ» τοῦ Γουστάβου Μορώ. Ἐπάνω τοῦ ἡ Σφὶγξ εἶναι πεσμένη μὲ δόντια καὶ μὲ νύχια τεντωμένα καὶ μ᾽ ὅλην της ζωῆς τὴν ἀγριάδα. Ὁ Οἰδίπους ἔπεσε στὴν πρώτη ὁρμή της, τὸν τρόμαξεν ἡ πρώτη ἐμφάνισί της – τέτοια μορφὴ καὶ τέτοιαν ὁμιλία δὲν εἶχε φαντασθῆ ποτὲ ἕως τότε. Μὰ μ᾽ ὅλο ποὺ ἀκκουμπᾷ τὰ δυό του πόδια τὸ τέρας στοῦ Οἰδίποδος τὸ στῆθος, συνῆλθε ἐκεῖνος γρήγορα – καὶ διόλου τώρα δὲν τὴν φοβᾶται πιά, γιατί ἔχει τὴν λύσιν ἕτοιμη καὶ θὰ νικήση. Κι᾽ ὅμως δὲν χαίρεται γι᾽ αὐτὴν τὴν νίκη. Τὸ βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο τὴν Σφίγγα δὲν κυττάζει, βλέπει πέρα τὸν δρόμο τὸν στενὸ ποὺ πάει στάς Θήβας, καὶ ποὺ στὸν Κολωνὸ θ᾽ ἀποτελειώςη. Καὶ καθαρὰ προαισθάνεται ἡ ψυχή του ποὺ ἡ Σφὶγξ ἐκεῖ θὰ τὸν μιλήση πάλι μὲ δυσκολώτερα καὶ πιὸ μεγάλα αἰνίγματα ποὺ ἀπάντησι δὲν ἔχουν.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΑΒΑΦΗΣ
Το καλοκαίρι του 1901 ο Kαβάφης και ο αδελφός του Αλέξανδρος επισκέφθηκαν την Αθήνα. Στο ημερολόγιό του ο ποιητής διηγείται με λεπτομέρειες την επίσκεψή του. Στις 20 Iουνίου, τρίτη ημέρα της παραμονής του στην Αθήνα, επισκέπτεται το Πανεπιστήμιο και κατόπιν την Ακαδημία, στην ανατολική πτέρυγα της οποίας στεγαζόταν από το 1890 το Νομισματικό Μουσείο και λειτουργούσε η πρώτη μόνιμη έκθεση νομισμάτων, που είχε επιμεληθεί ο τότε διευθυντής του Mουσείου Iωάννης Σβορώνος. Tην επόμενη μέρα, κατεβαίνοντας την οδό Πανεπιστημίου βλέπει το μέγαρο Σλήμαν, το Iλίου Mέλαθρον. H επίσκεψη στο κτίριο θα πραγματοποιηθεί ένα μήνα αργότερα, στις 17 Iουλίου, με σκοπό να δει τη συλλογή αρχαιοτήτων του Λέοντα Mελά, συζύγου της Aνδρομάχης, κόρης του Eρρίκου και της Σοφίας Σλήμαν.
7/20 Iουνίου: Νομισματικό Μουσείο
«…Περιεργάσθηκα με πολύ προσοχή το εξωτερικό της Aκαδημίας (που είναι τώρα Nομισματολογικό μουσείο) και τη μεγάλη της αίθουσα…».
Η Σιναία ΑκαδημίαΆποψη του εκθεσιακού χώρου του Νομισματικού Μουσείου στη Σιναία Ακαδημία
4/17 Iουλίου: Iλίου Mέλαθρον
«…O Mελάς…Ύστερα, με πήρε στο σπίτι του αδελφού του-που είναι το μέγαρο Σλήμαν: η κ. Λ. Mελά ήταν κόρη Σλήμαν-για να δω το υπόλοιπο της συλλογής. Kαθώς ο αδελφός του έλειπε από τας Aθήνας, είδα μονάχα όσες αρχαιότητες ήταν τοποθετημένες στις βιτρίνες του καπνιστηρίου. Eκτός τις αρχαιότητες, είχε πολλές ωραίες ελαογραφίες και υδατογραφίες. Tο μέγαρο Σλήμαν είναι εξαιρετικό. Oι τοιχογραφίες, τα μωσαϊκά, τα έπιπλα, όλα είναι θαυμάσια…»
OPOΦEPNHΣ
Το ποίημα για το βασιλιά της Καππαδοκίας Οροφέρνη ξεκινά με την περιγραφή του πορτραίτου του Οροφέρνη πάνω στο τετράδραχμό του. Ο Οροφέρνης βασίλευσε στην Καππαδοκία από το 160 μέχρι το 156 π.Χ. και το πορτραίτο του θεωρείται ένα από τα ωραιότερα πορτραίτα της ελληνιστικής εποχής. Στη βιβλιοθήκη του Καβάφη βρισκόταν το βιβλίο του Edwyn R. Bevan, The House of Seleucus, α΄ έκδοση 1902, όπου υπάρχει απεικόνιση τετραδράχμου του Οροφέρνη. Το ποίημα γράφτηκε το 1915 και είναι πιθανόν ο ποιητής να είδε τη φωτογραφία του νομίσματος σε αυτή την έκδοση.
ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ
Αὐτὸς πού εἰς τὸ τετράδραχμον ἐπάνω μοιάζει σὰν νὰ χαμογελᾶ τὸ πρόσωπό του, τὸ ἔμορφο, λεπτό του πρόσωπο, αὐτὸς εἶν᾿ ὁ Ὀροφέρνης Ἀριαράθου. Παιδὶ τὸν ἔδιωξαν ἀπ᾿ τὴν Καππαδοκία, ἀπ᾿ τὸ μεγάλο πατρικὸ παλάτι, καὶ τὸν ἐστείλανε νὰ μεγαλώσει στὴν Ἰωνία, καὶ νὰ ξεχασθεῖ στοὺς ξένους. Ἆ ἐξαίσιες τῆς Ἰωνίας νύχτες ποὺ ἄφοβα, κ᾿ ἑλληνικά ὅλως διόλου ἐγνώρισε πλήρη τὴν ἡδονή. Μὲς στὴν καρδιά του, πάντοτε Ἀσιανός· ἀλλὰ στοὺς τρόπους του καὶ στὴν λαλιά του Ἕλλην, μὲ περουζέδες στολισμένος, ἑλληνοντυμένος, τὸ σῶμα του μὲ μύρον ἰασεμιοῦ εὐωδιασμένο, κι ἀπ᾿ τοὺς ὡραίους τῆς Ἰωνίας νέους, ὁ πιὸ ὡραῖος αὐτός, ὁ πιὸ ἰδανικός. Κατόπι σὰν οἱ Σύροι στὴν Καππαδοκία μπῆκαν, καὶ τὸν ἐκάμαν βασιλέα, στὴν βασιλεία χύθηκεν ἐπάνω γιὰ νὰ χαρεῖ μὲ νέον τρόπο κάθε μέρα, γιὰ νὰ μαζεύει ἁρπαχτικὰ χρυσὸ κι ἀσῆμι, καὶ γιὰ νὰ εὐφραίνεται, καὶ νὰ κομπάζει, βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα νὰ γυαλίζουν. Ὅσο γιὰ μέριμνα τοῦ τόπου, γιὰ διοίκησι — οὔτ᾿ ἤξερε τί γένονταν τριγύρω του. Οἱ Καππαδόκες γρήγορα τὸν βγάλαν· καὶ στὴν Συρία ξέπεσε, μὲς στὸ παλάτι τοῦ Δημητρίου νὰ διασκεδάζει καὶ νὰ ὀκνεύει. Μιὰ μέρα ὡστόσο τὴν πολλὴν ἀργία του συλλογισμοὶ ἀσυνείθιστοι διεκόψαν· θυμήθηκε ποὺ ἀπ᾿ τὴν μητέρα του Ἀντιοχίδα, κι ἀπ᾿ τὴν παληὰν ἐκείνη Στρατονίκη, κι αὐτὸς βαστοῦσε ἀπ᾿ τὴν κορώνα τῆς Συρίας, καὶ Σελευκίδης ἤτανε σχεδόν. Γιὰ λίγο βγῆκε ἀπ᾿ τὴν λαγνεία κι ἀπ᾿ τὴν μέθη, κι ἀνίκανα, καὶ μισοζαλισμένος κάτι ἐζήτησε νὰ ραδιουργήσει, κάτι νὰ κάμει, κάτι νὰ σχεδιάσει, κι ἀπέτυχεν οἰκτρὰ κ᾿ ἐξουδενόθη. Τὸ τέλος του κάπου θὰ γράφηκε κ᾿ ἐχάθη· ἤ ἴσως ἡ ἱστορία νὰ τὸ πέρασε, καί, μὲ τὸ δίκιο της, τέτοιο ἀσήμαντο πρᾶγμα δὲν καταδέχθηκε νὰ τὸ σημειώσει. Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ τετράδραχμον ἐπάνω μιὰ χάρι ἀφῆκε ἀπ᾿ τὰ ὡραῖα του νειάτα, ἀπ᾿ τὴν ποιητικὴ ἐμορφιά του ἕνα φῶς, μιὰ μνήμη αἰσθητικὴ ἀγοριοῦ τῆς Ἰωνίας, αὐτός εἶν᾿ ὁ Ὀροφέρνης Ἀριαράθου. 1915
ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Στο ποίημα Φιλλέλην κάποιος ηγεμόνας πέρα από τη Μεσοποταμία δίνει οδηγίες για την χάραξη του νομίσματός του. Ο Καβάφης αναφέρεται με λεπτομέρειες στην εικονογραφία και τις επιγραφές των νομισμάτων των Πάρθων βασιλέων.
Τὸ διάδημα καλλίτερα μᾶλλον στενό ἐκεῖνα τὰ φαρδιὰ τῶν Πάρθων δὲν μὲ ἀρέσουν
Ἡ ἐπιγραφή, ὡς σύνηθες, ἑλληνικά νὰ χαραχθεῖ μὲ γράμματα κομψά, Φιλέλλην
ΦΙΛΕΛΛΗΝ
Τὴν χάραξι φρόντισε τεχνικὰ νὰ γίνει. Ἔκφρασις σοβαρὴ καὶ μεγαλοπρεπής. Τὸ διάδημα καλλίτερα μᾶλλον στενό· ἐκεῖνα τὰ φαρδιὰ τῶν Πάρθων δὲν μὲ ἀρέσουν. Ἡ ἐπιγραφή, ὡς σύνηθες, ἑλληνικά· ὄχ᾿ ὑπερβολική, ὄχι πομπώδης — μὴν τὰ παρεξηγήσει ὁ ἀνθύπατος ποὺ ὃλο σκαλίζει καὶ μηνᾶ στὴν Ρώμη — ἀλλ᾿ ὃμως βέβαια τιμητική. Κάτι πολύ ἐκλεκτὸ ἀπ᾿ τὸ ἄλλο μέρος· κανένας δισκοβόλος ἔφηβος ὡραῖος. Πρὸ πάντων σὲ συστείνω νὰ κυττάξεις (Σιθάσπη, πρὸς θεοῦ, νὰ μὴ λησμονηθεῖ) μετὰ το Βασιλεὺς καὶ τὸ Σωτήρ, νὰ χαραχθεῖ μὲ γράμματα κομψά, Φιλέλλην. Καὶ τώρα μὴ μὲ ἀρχίζεις εὐφυολογίες, τὰ «Ποῦ οἱ Ἕλληνες;» καὶ «Ποῦ τὰ Ἑλληνικὰ πίσω ἀπ᾿ τὸν Ζάγρο ἐδῶ, ἀπὸ τὰ Φράατα πέρα». Τόσοι καὶ τόσοι βαρβαρότεροί μας ἄλλοι ἀφοῦ τὸ γράφουν, θὰ τὸ γράψουμε κ᾿ ἐμεῖς. Καὶ τέλος μὴ ξεχνᾶς ποὺ ἐνίοτε μᾶς ἔρχοντ᾿ ἀπὸ τὴν Συρία σοφισταί, καὶ στιχοπλόκοι, κι ἄλλοι ματαιόσπουδοι. Ὥστε ἀνελλήνιστοι δὲν εἴμεθα, θαρρῶ. 1906
Νομίσματα
Tο ποίημα Νομίσματα αναφέρεται στα νομίσματα των ηγεμόνων της Βακτρίας και της Ινδίας κατά την ελληνιστική εποχή, τα οποία φέρουν επιγραφές στα ελληνικά και τα ινδικά χαρότσι.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
Νομίσματα μὲ ἰνδικὲς ἐπιγραφές. Εἶναι κραταιοτάτων μοναρχῶν, τοῦ Ἐβουκρατιντάζα, τοῦ Στρατάγα, τοῦ Μεναντράζα, τοῦ Ἐραμαϊάζα. Ἔτσι μας ἀποδίδει τὸ σοφὸ βιβλίον, τὴν ἰνδικὴ γραφὴ τῆς μιᾶς μεριᾶς τῶν νομισμάτων. Μὰ τὸ βιβλίο μας δείχνει καὶ τὴν ἄλλην ποῦ εἶναι κιόλας κ᾿ ἡ καλὴ μεριὰ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ βασιλέως. Κ᾿ ἐδῶ πῶς σταματᾶ εὐθύς, πῶς συγκινεῖται ὁ Γραικὸς ἑλληνικὰ διαβάζοντας, Ἑρμαῖος, Εὐκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος. 1920
ΣKΛABOΣ KAI ΔOYΛOΣ
Στο σχεδίασμα [Σκλάβος και Δούλος] ο ήρωας του ποιήματος είναι ένας ηλικιωμένος σκλάβος που εργάζεται στο νομισματοκοπείο της Νίκαιας και καταμετρά χάλκινα νομίσματα που κόπηκαν για το ρωμαίο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο (193-211 μ.Χ.). Ωστόσο, η επιγραφή «Σευήρου βασιλεύοντος ο κόσμος ευτυχεί», που αναφέρει ο Καβάφης δεν αναγράφεται στα νομίσματα της Νίκαιας αλλά της Νικόπολης.

ΣΚΛΑΒΟΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΣ
Σκλάβος καὶ δοῦλος, χωρὶς καμιὰ χαρά, σκυμένος στὸ ἴδιο ἔργον γιὰ σαράντα χρόνια ἐπάνω στὸ τραπέζι, τὰ νομίσματ᾿ ἀραδιάζει τὰ νέα ποὺ ὁ δῆμος τῆς Νικαίας βγάζει. Τὰ πιάνει κ᾿ ἕνα, ἕνα τὰ μετρᾶ· καὶ μὲ τὰ θολὰ ἀπ᾿ τὸ γῆρας μάτια του μὲ προσοχὴ ἄν εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ σωστὴ ἐξετάζει. Ἂν ξανακάμει λάθος, εἴπανε, θὰ βασανισθεῖ καὶ τρέμουνε τὰ χέρια του. «Σευήρου βασιλεύοντος ὁ κόσμος εὐτυχεῖ». 1908
APXAIAI HMEPAI
Η ενότητα Αρχαίαι Ημέραι περιλαμβάνει τα ποιήματα Θερμοπύλες και Η Ναυμαχία που αναφέρονται στις σφοδρές συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών στις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα στους Μηδικούς Πολέμους.
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τιμὴ σ᾿ ἐκείνους ὅπου στὴν ζωὴ των ὥρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτὲ ἀπὸ τὸ χρέος μὴ κινοῦντες· δίκαιοι κ᾿ ἴσιοι σ᾿ ὅλες των τὲς πράξεις, ἀλλὰ μὲ λύπη κιόλας κ᾿ εὐσπλαχνία· γενναῖοι ὁσάκις εἶναι πλούσιοι, κι ὅταν εἶναι πτωχοί, πάλ᾿ εἰς μικρὸν γενναῖοι, πάλι συντρέχοντες ὅσο μποροῦνε· πάντοτε τὴν ἀλήθεια ὁμιλοῦντες, πλὴν χωρὶς μῖσος γιὰ τοὺς ψευδομένους. Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει ὅταν προβλέπουν (καὶ πολλοὶ προβλέπουν) πῶς ὁ Ἐφιάλτης θὰ φανεῖ στὸ τέλος, κ᾿ οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε. 1903
Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ
Ἀφανισθήκαμεν ἐκεῖ στὴν Σαλαμῖνα. Ὀά, ὀά, ὀά, ὀά, ὀά, ὀά, νὰ λέμε. Δικά μας εἶναι τὰ Ἐκβάτανα, τὰ Σοῦσα, καὶ ἡ Περσέπολις – οἱ πιὸ ὡραῖοι τόποι. Τί ἐγυρεύαμεν ἐκεῖ στὴν Σαλαμῖνα στόλους νὰ κουβανοῦμε καὶ νὰ ναυμαχοῦιιε. Τώρα θὰ πᾶμε πίσω στὰ Ἐκβάτανά μας, θὰ πᾶμε στὴν Περσέπολί μας, καὶ στὰ Σοῦσα. Θὰ πᾶμε, πλὴν σὰν πρῶτα δὲν θὰ τὰ χαροῦμε. Ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοτοῖ· ἡ ναυμαχία αὐτὴ γιατί νὰ γένεται καὶ ν᾿ ἀπαιτῆται. Ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοτοῖ· γιατί νὰ πρέπη νὰ σηκωνόμεθα, νὰ παραιτοῦμεν ὅλα, κ᾿ ἐκεῖ νὰ πηαίνουμε νὰ ναυμαχοῦμε ἀθλίως. Ἔτσι γιατί νὰ ἦναι: μόλις κἀνεὶς ἔχει τὰ περιώνυμα Ἐκβάτανα, τὰ Σοῦσα καὶ τὴν Περσέπολιν, εὐθὺς ἀθροίζει στόλο καὶ πιαίνει πρὸς τοὺς Ἕλληνας νὰ ναυμαχήσει. Ἆ ναὶ βεβαίως· ἄλλο λόγο νὰ μὴ λέμε: ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοτοῖ, ὀτοτοτοῖ. Ἆ ναὶ τῷ ὄντι· τί μας μένει πιὰ νὰ ποῦμε: ὀά, ὀά, ὀά, ὀά, ὀά, ὀά. 1899
EΛΛAΔIKAI HMEPAI
Στις Ελλαδικαί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα Στα 200 π.X., O Bασιλεύς Δημήτριος, Aγέλαος και Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες, που αναφέρονται στην κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα μετά από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., το κέντρο βάρος των εξελίξεων μετατοπίζεται στην Ανατολή. Στον ελλαδικό χώρο ρυθμιστικό ρόλο έχουν τα βασίλεια της Μακεδονίας και της Ηπείρου, κάποιες πόλεις-κράτη όπως η Σπάρτη, και συμμαχίες, όπως το Kοινό των Aιτωλών και η Aχαϊκή Συμπολιτεία.
Στα 200 π.X.

O Bασιλεύς Δημήτριος
Ο Δημήτριος Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδιώχθηκε από τον Πύρρο, βασιλιά της Ηπείρου, το 288 π.Χ.
Aγέλαος
Στο συνέδριο της Ναυπάκτου το 217 π.Χ. για τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ του Φιλίππου E΄ της Mακεδονίας και του Kοινού των Aιτωλών, ο αιτωλός Αγέλαος διαβλέποντας τον κίνδυνο που προερχόταν από τη Pώμη καλεί τους Έλληνες σε ενότητα.
Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες
H Aχαϊκή Συμπολιτεία ήταν η τελευταία προσπάθεια των ελλαδικών πόλεων να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Oι ήττες των στρατηγών της Aχαϊκής Συμπολιτείας, Kριτόλαου και Δίαιου από τους Ρωμαίους, το 146 π.X. επέφεραν την καταστροφή της Kορίνθου, τη διάλυση της Συμπολιτείας και την υπαγωγή της Nότιας Eλλάδας στη ρωμαϊκή κυριαρχία.

ΣΕΛΕΥΚΙΔΙΚΑΙ ΚΑΙ ΠΤΟΛΕΜΑΙΚΑΙ HMEPAI
Στις Σελευκιδικαί και Πτολεμαϊκαί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα Η Μάχη της Μαγνησίας, Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου, Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα, Ας φρόντιζαν, Παλαιόθεν ελληνίς, H δόξα των Πτολεμαίων και Πρέσβεις από την Aλεξάνδρεια που αναφέρονται στις δύο μεγάλες δυναστείες της ελληνιστικής εποχής, τους Σελευκίδες της Συρίας και τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου. Οι συχνές συγκρούσεις των δύο δυναστειών για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και οι ενδοοικογενειακές διαμάχες των μελών τους οδήγησαν στη σταδιακή αποδυνάμωση και παρακμή τους και στην κυριαρχία της Ρώμης.
Η Μάχη της Μαγνησίας
Ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας νικήθηκε από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. Λίγα χρόνια μετά, το 190 π.Χ., ο Αντίοχος Γ΄ της Συρίας, από τον οποίο ο Φίλιππος είχε ζητήσει βοήθεια, υφίσταται πανωλεθρία από τους Ρωμαίους στη Μαγνησία της Λυδίας.

Παλαιόθεν ελληνίς
Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου
Ο Σελευκίδης Δημήτριος Α΄ Σωτήρ κρατήθηκε όμηρος στη Ρώμη. Το 164 π.Χ. φτάνει εκεί ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ για να ζητήσει βοήθεια από τους Ρωμαίους ώστε να ανακτήσει το θρόνο της Aιγύπτου.
Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα

Ας φρόντιζαν
Οι ανταπαιτητές του θρόνου των Σελευκιδών, Αλέξανδρος Ζαβινάς και Αντίοχος Η΄ Επιφανής-Γρυπός.
H δόξα των Πτολεμαίων
Το ποίημα αναφέρεται στη δυναστεία των Πτολεμαίων, που βασίλευσε στην Αίγυπτο από το 305/4 έως το 30 π.Χ.
Πρέσβεις από την Aλεξάνδρεια
Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ
Εἶμ᾽ ὁ Λαγίδης, βασιλεύς. Ὁ κάτοχος τελείως (μὲ τὴν ἰσχύ μου καὶ τὸν πλοῦτο μου) τῆς ἡδονῆς. Ἢ Μακεδών, ἢ βάρβαρος δὲν βρίσκεται κανεὶς ἴσος μου, ἢ νὰ μὲ πλησιάζει κάν. Εἶναι γελοῖος ὁ Σελευκίδης μὲ τὴν ἀγοραία του τρυφή. Ἂν ὅμως σεῖς ἄλλα ζητεῖτε, ἰδοὺ κι αὐτὰ σαφῆ. Ἡ πόλις ἡ διδάσκαλος, ἡ πανελλήνια κορυφή, εἰς κάθε λόγο, εἰς κάθε τέχνη ἡ πιὸ σοφή. 1911
ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Δὲν εἶδαν, ἐπὶ αἰῶνας, τέτοια ὡραῖα δῶρα στοὺς Δελφοὺς σὰν τοῦτα ποὺ ἐστάλθηκαν ἀπὸ τοὺς δυὸ τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἀντιζήλους Πτολεμαίους βασιλεῖς. Ἀφοῦ τὰ πῆραν ὅμως, ἀνησυχῆσαν οἱ ἱερεῖς γιὰ τὸν χρησμό. Τὴν πεῖραν ὅλην των θὰ χρειασθοῦν τὸ πῶς μὲ ὀξύνοιαν νὰ συνταχθεῖ, ποιὸς ἀπ᾽ τοὺς δυό, ποιὸς ἀπὸ τέτοιους δυὸ νὰ δυσαρεστηθεῖ. Καὶ συνεδριάζουνε τὴν νύχτα μυστικὰ καὶ συζητοῦν τῶν Λαγιδῶν τὰ οἰκογενειακά. Ἀλλὰ ἰδοὺ οἱ πρέσβεις ἐπανῆλθαν. Χαιρετοῦν. Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπιστρέφουν, λέν. Καὶ δὲν ζητοῦν χρησμό κανένα. Κ᾽ οἱ ἱερεῖς τ᾽ ἀκοῦνε μὲ χαρὰ (ἐννοεῖται, ποὺ κρατοῦν τὰ δῶρα τὰ λαμπρά), ἀλλ᾽ εἶναι καὶ στὸ ἔπακρον ἀπορημένοι, μὴ νοιώθοντας τί ἡ ἐξαφνικὴ ἀδιαφορία αὐτὴ σημαίνει. Γιατὶ ἀγνοοῦν ποὺ χθὲς στοὺς πρέσβεις ἦλθαν νέα βαρυά. Στὴν Ρώμη δόθηκε ὁ χρησμός• ἔγειν᾽ ἐκεῖ ἡ μοιρασιά. 1915
MIKPAΣIATIKAI HMEPAI
Στις Μικρασιατικαί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα O Δαρείος και Tιγρανόκερτα που αναφέρονται στα ελληνιστικά βασίλεια του Πόντου και της Αρμενίας, την περίοδο της αντιπαράθεσής τους με τη Ρώμη. Ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης ΣΤ΄ αντιστάθηκε στους Ρωμαίους για 25 περίπου χρόνια, ενώ ο βασιλιάς της Αρμενίας Τιγράνης Β΄ νικήθηκε από τον ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο τον Μέγα το 65/4 π.Χ.
Ο ΔΑΡΕΙΟΣ
Ὁ ποιητὴς Φερνάζης τὸ σπουδαῖον μέρος τοῦ ἐπικοῦ ποιήματός του κάμνει. Τὸ πῶς τὴν βασιλεία τῶν Περσῶν παρέλαβε ὁ Δαρεῖος Ὑστάσπου. (Ἀπὸ αὐτὸν κατάγεται ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς, ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ᾽ Εὐπάτωρ). Ἀλλ᾽ ἐδῶ χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν᾽ ἀναλύσει τὰ αἰσθήματα ποὺ θὰ εἶχεν ὁ Δαρεῖος: ἴσως ὑπεροψίαν καὶ μέθην· ὄχι ὅμως — μᾶλλον σὰν κατανόησι τῆς ματαιότητος τῶν μεγαλείων. Βαθέως σκέπτεται τὸ πρᾶγμα ὁ ποιητής. Ἀλλὰ τὸν διακόπτει ὁ ὑπηρέτης του ποὺ μπαίνει τρέχοντας, καὶ τὴν βαρυσήμαντην εἴδησι ἀγγέλλει. Ἄρχισε ὁ πόλεμος μὲ τοὺς Ρωμαίους. Τὸ πλεῖστον τοῦ στρατοῦ μας πέρασε τὰ σύνορα. Ὁ ποιητὴς μένει ἐνεός. Τί συμφορά! Ποῦ τώρα ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς, ὀ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ᾽ Εὐπάτωρ, μ᾽ ἑλληνικὰ ποιήματα ν᾽ ἀσχοληθεῖ. Μέσα σὲ πόλεμο — φαντάσου, ἑλληνικὰ ποιήματα. Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία! Ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχε θετικὸ μὲ τὸν «Δαρεῖο» ν᾽ ἀναδειχθεῖ, καὶ τοὺς ἐπικριτάς του, τοὺς φθονερούς, τελειωτικὰ ν᾽ ἀποστομώσει. Τί ἀναβολή, τί ἀναβολὴ στὰ σχέδιά του. Καὶ νἆταν μόνο ἀναβολή, πάλι καλά. Ἀλλὰ νὰ δοῦμε ἂν ἔχουμε κι ἀσφάλεια στὴν Ἀμισό. Δὲν εἶναι πολιτεία ἐκτάκτως ὀχυρή. Εἶναι φρικτότατοι ἐχθροὶ οἱ Ρωμαῖοι. Μποροῦμε νὰ τὰ βγάλουμε μ᾽ αὐτούς, οἱ Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; Εἶναι νὰ μετρηθοῦμε τώρα μὲ τὲς λεγεῶνες; Θεοὶ μεγάλοι, τῆς Ἀσίας προστάται, βοηθῆστε μας. — Ὅμως μὲς σ᾽ ὅλη του τὴν ταραχὴ καὶ τὸ κακό, ἐπίμονα κ᾽ ἡ ποιητικὴ ἰδέα πάει κ᾽ ἔρχεται — τὸ πιθανότερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καὶ μέθην· ὑπεροψίαν καὶ μέθην θὰ εἶχεν ὁ Δαρεῖος. 1917
ΤΙΓΡΑΝΟΚΕΡΤΑ
Ὀφείλω χάριτας, τ᾽ ὁμολογῶ στὴν πατριώτισσά μου καὶ τὴν συγγενῆ (τοῦ πιθανοῦ πατρός μου εἶναι ἀδελφῆ) τὴν γραῖαν μεσίτριαν Κερκώ, ποὺ μὲ εἶπε νἄλθω ἐδῶ στὴν νεοτάτην πόλιν Τιγρανόκερτα τὴν πλουσιοτάτην, τὴν εὐδαίμονα. Τὸ θέατρον εἶναι μέσον γιὰ νὰ γνωρισθῶ· πολὺ καλὰ γιὰ ἠθοποιὸς περνῶ. Δὲν εἶναι ἐδῶ Ἀλεξάνδρεια, δὲν εἶναι Ἀθῆναι. Ἔπαιξα ὅπως, ὅπως τὸν Σοφόκλειον Αἵμωνα κ᾽ ἐπίσης ὅπως, ὅπως τοῦ Εὐριπίδη τὸν Ἱππόλυτον. Κ᾽ οἱ θεαταί εἴπανε ποὺ στὴν πόλι των δὲν εἶδαν συμπαθητικότερον ἠθοποιὸν – ἢ νέον. Ἕνας πολίτης πλούσιος, καὶ θαυμάσιος πολυδάπανος, μὲ παρατήρησεν ἰδιαιτέρως. Αὐτὰ θὰ τὰ φροντίσει ἡ ἔμπειρη Κερκὼ (παίρνοντας κιόλας τὰ μισὰ γιὰ μεσιτεία της ἡ ἀχρεία). Ἆ μέρος ἔκτακτον τὰ Τιγρανόκερτα! – ὅσο διαρκέσουν δηλαδή· γιατὶ ἀσφαλῶς θὰ τὰ χαλάσουν ἐπὶ τέλους οἱ Ρωμαῖοι. Ὄνειρα βλέπει ὁ βασιλεὺς Τιγράνης. Μὰ ἐμένα τί μὲ κόφτει. Τὸ πολὺ θὰ μείνω ἕνα δυὸ μῆνες – κ᾽ ἔπειτα φευγιό. Καὶ τότε ἀδιαφορῶ τελείως ἂν καταστρέψουν οἱ Ρωμαῖοι τὰ Τιγρανόκερτα καὶ τὴν Κερκώ. 1929
AΛEΞANΔPINAI HMEPAI
Στις Αλεξανδριναί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα Ο Θεόδοτος, Mάρτιαι E(ιδοί), Aλεξανδρινοί Bασιλείς, Eν δήμω της Mικράς Aσίας, Aπολείπειν ο θεός Aντώνιον και Kαισαρίων που αναφέρονται στην αγαπημένη πόλη του ποιητή την Αλεξάνδρεια, την εποχή του τέλους των Πτολεμαίων και την αρχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Ο Θεόδοτος
Ο Θεόδοτος, σύμβουλος του Πτολεμαίου Διονύσου, ήταν αυτός που υπέδειξε τη δολοφονία του Πομπηίου, αντιπάλου του Ιουλίου Καίσαρα.

Μάρτιαι Ε(ιδοί)
Μάρτιαι Ειδοί είναι η 15η Mαρτίου. Tην ημέρα εκείνη το 44 π.X. ο Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε από τον Βρούτο και τον Kάσσιο.
Εν δήμω της Μικράς Ασίας
Στην ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ., ο Οκταβιανός νίκησε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα.
Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον
Κατά την διάρκεια της πολιορκίας του από τον Οκταβιανό στην Αλεξάνδρεια, ο Μάρκος Αντώνιος εγκαταλείπεται από τον προστάτη θεό του, τον Διόνυσο.
Καισαρίων
Ἂν πεῖς γιὰ τὲς γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές,
ὅλες ἡ Βερενίκες κ᾽ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές.

Ο ΘΕΟΔΟΤΟΣ
Ἂν εἶσαι ἀπ᾽ τοὺς ἀληθινὰ ἐκλεκτούς, τὴν ἐπικράτησί σου κύταζε πῶς ἀποκτᾶς. Ὅσο κι ἂν δοξασθεῖς, τὰ κατορθώματά σου στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Θεσσαλία ὅσο κι ἂν διαλαλοῦν ἡ πολιτεῖες, ὅσα ψηφίσματα τιμητικὰ κι ἂν σ᾽ ἔβγαλαν στὴ Ρώμη οἱ θαυμασταί σου, μήτε ἡ χαρά σου, μήτε ὁ θρίαμβος θὰ μείνουν, μήτε ἀνώτερος — τί ανώτερος; — ἄνθρωπος θα αἰσθανθεῖς, ὅταν, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ Θεόδοτος σὲ φέρει, ἐπάνω σὲ σινὶ αἱματωμένο, τοῦ ἀθλίου Πομπηΐου τὸ κεφάλι. Καὶ μὴ ἐπαναπαύεσαι ποὺ στὴν ζωή σου περιωρισμένη, τακτοποιημένη, καὶ πεζή, τέτοια θεαματικὰ καὶ φοβερὰ δὲν ἔχει. Ἴσως αὐτὴν τὴν ὥρα εἰς κανενὸς γειτόνου σου τὸ νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει — ἀόρατος, ἄϋλος — ὁ Θεόδοτος, φέρνοντας τέτοιο ἕνα φρικτὸ κεφάλι. 1915
ΜΑΡΤΙΑΙ Ε(ΙΔΟΙ)
Τὰ μεγαλεῖα νὰ φοβᾶσαι, ὦ ψυχή. Καὶ τὲς φιλοδοξίες σου νὰ ὑπερνικήσεις ἂν δὲν μπορεῖς, μὲ δισταγμὸ καὶ προφυλάξεις νὰ τὲς ἀκολουθεῖς. Κι ὅσο ἐμπροστὰ προβαίνεις, τόσο ἐξεταστική, προσεκτικὴ νὰ εἶσαι. Κι ὅταν θὰ φθάσεις στὴν ἀκμή σου, Καῖσαρ πιά· ἔτσι περιωνύμου ἀνθρώπου σχῆμα ὅταν λάβεις, τότε κυρίως πρόσεξε σὰν βγεῖς στὸν δρόμον ἔξω, ἐξουσιαστὴς περίβλεπτος μὲ συνοδεία, ἂν τύχει καὶ πλησιάσει ἀπὸ τὸν ὄχλο κανένας Ἀρτεμίδωρος, ποὺ φέρνει γράμμα, καὶ λέγει βιαστικὰ «Διάβασε ἀμέσως τοῦτα, εἶναι μεγάλα πράγματα ποὺ σ᾽ ἐνδιαφέρουν», μὴ λείψεις νὰ σταθεῖς· μὴ λείψεις ν᾽ ἀναβάλλεις κάθε ὁμιλίαν ἢ δουλειά· μὴ λείψεις τοὺς διαφόρους ποὺ χαιρετοῦν καὶ προσκυνοῦν νὰ τοὺς παραμερίσεις (τοὺς βλέπεις πιὸ ἀργά)· ἂς περιμένει ἀκόμη κ᾽ ἡ Σύγκλητος αὐτή, κ᾽ εὐθὺς νὰ τὰ γνωρίσεις τὰ σοβαρὰ γραφόμενα τοῦ Ἀρτεμιδώρου. 1910
ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
Μαζεύθηκαν οἱ Ἀλεξανδρινοί νὰ δοῦν τῆς Κλεοπάτρας τὰ παιδιά, τὸν Καισαρίωνα, καὶ τὰ μικρά του ἀδέρφια, Ἀλέξανδρο καὶ Πτολεμαῖο, ποὺ πρώτη φορὰ τὰ βγάζαν ἔξω στὸ Γυμνάσιο, ἐκεῖ νὰ τὰ κηρύξουν βασιλεῖς, μὲς στὴ λαμπρὴ παράταξι τῶν στρατιωτῶν. Ὁ Ἀλέξανδρος — τὸν εἶπαν βασιλέα τῆς Ἀρμενίας, τῆς Μηδίας, καὶ τῶν Πάρθων. Ὁ Πτολεμαῖος — τὸν εἶπαν βασιλέα τῆς Κιλικίας, τῆς Συρίας, καὶ τῆς Φοινίκης. Ὁ Καισαρίων στέκονταν πιὸ ἐμπροστά, ντυμένος σὲ μετάξι τριανταφυλλί, στὸ στῆθος του ἀνθοδέσμη ἀπὸ ὑακίνθους, ἡ ζώνη του διπλὴ σειρὰ σαπφείρων κι ἀμεθύστων, δεμένα τὰ ποδήματά του μ᾽ ἄσπρες κορδέλλες κεντημένες μὲ ροδόχροα μαργαριτάρια. Αὐτὸν τὸν εἶπαν πιότερο ἀπὸ τοὺς μικρούς, αὐτὸν τὸν εἶπαν Βασιλέα τῶν Βασιλέων. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἔννοιωθαν βέβαια ποὺ ἧσαν λόγια αὐτά καὶ θεατρικά. Ἀλλὰ ἡ μέρα ἤτανε ζεστὴ καὶ ποιητική, ὁ οὐρανὸς ἕνα γαλάζιο ἀνοιχτό, τὸ Ἀλεξανδρινὸ Γυμνάσιον ἕνα θριαμβικὸ κατόρθωμα τῆς τέχνης, τῶν αὐλικῶν ἡ πολυτέλεια ἔκτακτη, ὁ Καισαρίων ὅλο χάρις κ᾽ ἐμορφιὰ (τῆς Κλεοπάτρας υἱός, αἷμα τῶν Λαγιδῶν)• κ᾽ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ ἔτρεχαν πιὰ στὴν ἑορτή, κ᾽ ἐνθουσιάζονταν, κ᾽ ἐπευφημοῦσαν ἑλληνικά, κ᾽ αἰγυπτιακά, καὶ ποιοὶ ἑβραίικα, γοητευμένοι μὲ τ᾽ ὡραῖο θέαμα — μ᾽ ὅλο ποὺ βέβαια ἤξευραν τί ἄξιζαν αὐτά, τί κούφια λόγια ἤσανε αὐτὲς ἡ βασιλεῖες. 1912
ΕΝ ΔΗΜΩ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Ἡ εἰδήσεις γιὰ τὴν ἔκβασι τῆς ναυμαχίας, στὸ Ἄκτιον, ἦσαν βεβαίως ἀπροσδόκητες. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ συντάξουμε νέον ἔγγραφον. Τ᾽ ὄνομα μόνον ν᾽ ἀλλαχθεῖ. Ἀντίς, ἐκεῖ στὲς τελευταῖες γραμμές, «Λυτρώσας τοὺς Ρωμαίους ἀπ᾽ τὸν ὀλέθριον Ὀκτάβιον, τὸν δίκην παρωδίας Καίσαρα,» τώρα θὰ βάλουμε «Λυτρώσας τοὺς Ρωμαίους ἀπ᾽ τὸν ὀλέθριον Ἀντώνιον». Ὅλο τὸ κείμενον ταιριάζει ὡραῖα. «Στὸν νικητήν, τὸν ἐνδοξότατον, τὸν ἐν παντὶ πολεμικῷ ἔργῳ ἀνυπέρβλητον, τὸν θαυμαστὸν ἐπὶ μεγαλουργίᾳ πολιτικῇ, ὑπέρ τοῦ ὁποίου ἐνθέρμως εὔχονταν ὁ δῆμος τὴν ἐπικράτησι τοῦ Ἀντωνίου» ἐδῶ, ὅπως εἴπαμεν, ἡ ἀλλαγή: «τοῦ Καίσαρος ὡς δῶρον τοῦ Διὸς κάλλιστον θεωρῶν — στὸν κραταιὸ προστάτη τῶν Ἑλλήνων, τὸν ἔθη ἑλληνικὰ εὐμενῶς γεραίροντα, τὸν προσφιλῆ ἐν πάσῃ χώρᾳ ἑλληνικῇ, τὸν λίαν ἐνδεδειγμένον γιὰ ἔπαινο περιφανῆ, καὶ γιὰ ἐξιστόρησι τῶν πράξεών του ἐκτενῆ ἐν λόγω ἑλληνικῷ κ᾽ ἐμμέτρω καὶ πεζῶ· ἐν λόγω ἑλληνικῷ ποὺ εἶν᾽ ὁ φορεὺς τῆς φήμης,» καὶ τὰ λοιπά, καὶ τὰ λοιπά. Λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα. 1926
ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ
Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ᾽, ἀκουσθεῖ ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνὲς — τὴν τύχη σου ποὺ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου ποὺ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου ποὺ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις. Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος, ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ φεύγει. Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πὼς ἦταν ἕνα ὄνειρο, πὼς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου· μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς. Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος, σὰν ποὺ ταιριάζει σε ποὺ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο, κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ᾽ ὄχι μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα, ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους, τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου, κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποὺ χάνεις. 1910
ΚΑΙΣΑΡΙΩΝ
Ἐν μέρει γιὰ νὰ ἐξακριβώσω μιὰ ἐποχή, ἐν μέρει καὶ τὴν ὥρα νὰ περάσω, τὴν νύχτα χθὲς πῆρα μιὰ συλλογὴ ἐπιγραφῶν τῶν Πτολεμαίων νὰ διαβάσω. Οἱ ἄφθονοι ἔπαινοι κ᾽ ἡ κολακεῖες εἰς ὅλους μοιάζουν. Ὅλοι εἶναι λαμπροί, ἔνδοξοι, κραταιοί, ἀγαθοεργοί· κάθ᾽ ἐπιχείρησίς των σοφότατη. Ἂν πεῖς γιὰ τὲς γυναῖκες τῆς γενιᾶς, κι αὐτές, ὅλες ἡ Βερενίκες κ᾽ ἡ Κλεοπάτρες θαυμαστές. Ὅταν κατόρθωσα τὴν ἐποχὴ νὰ ἐξακριβώσω θἄφινα τὸ βιβλίο ἂν μιὰ μνεία μικρή, κι ἀσήμαντη, τοῦ βασιλέως Καισαρίωνος δὲν εἵλκυε τὴν προσοχή μου ἀμέσως….. Ἄ, νά, ἦρθες σὺ μὲ τὴν ἀόριστη γοητεία σου. Στὴν ἱστορία λίγες γραμμὲς μονάχα βρίσκονται γιὰ σένα, κ᾽ ἔτσι πιὸ ἐλεύθερα σ᾽ ἔπλασα μὲς στὸν νοῦ μου. Σ᾽ ἔπλασα ὡραῖο κ᾽ αἰσθηματικό. Ἡ τέχνη μου στὸ πρόσωπό σου δίνει μιὰν ὀνειρώδη συμπαθητικὴ ἐμορφιά. Καὶ τόσο πλήρως σὲ φαντάσθηκα, ποὺ χθὲς τὴν νύχτα ἀργά, σὰν ἔσβυνεν ἡ λάμπα μου — ἄφισα ἐπίτηδες νὰ σβύνει — ἐθάρεψα ποὺ μπῆκες μὲς στὴν κάμαρά μου, μὲ φάνηκε ποὺ ἐμπρός μου στάθηκες· ὡς θὰ ἤσουν μὲς στὴν κατακτημένην Ἀλεξάνδρεια, χλωμὸς καὶ κουρασμένος, ἰδεώδης ἐν τῇ λύπῃ σου, ἐλπίζοντας ἀκόμη νὰ σὲ σπλαχνισθοῦν οἱ φαῦλοι — ποὺ ψιθύριζαν τὸ « Πολυκαισαρίη ». 1918
IOYΛIANAI HMEPAI
Στις Ιουλιαναί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα O Iουλιανός εν Nικομηδεία και Tα Eπικίνδυνα που αναφέρονται στην προσωπικότητα του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363), ανηψιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Ιουλιανός ήταν από τις μορφές που απασχόλησαν ιδιαίτερα τον Καβάφη, όπως φαίνεται και από τα 12 ποιήματα ή σχεδιάσματά του που αναφέρονται σε αυτόν.
Ο ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ
Ἄστοχα πράγματα καὶ κινδυνώδη. Οἱ ἔπαινοι γιὰ τῶν Ἑλλήνων τὰ ἰδεώδη. Ἡ θεουργίες κ᾽ ἡ ἐπισκέψεις στοὺς ναοὺς τῶν ἐθνικῶν. Οἱ ἐνθουσιασμοὶ γιὰ τοὺς ἀρχαίους θεούς. Μὲ τὸν Χρυσάνθιον ἡ συχνὲς συνομιλίες. Τοῦ φιλοσόφου — τοῦ ἄλλωστε δεινοῦ — Μαξίμου ἡ θεωρίες. Καὶ νά τὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ Γάλλος δείχνει ἀνησυχία μεγάλην. Ὁ Κωνστάντιος ἔχει κάποιαν ὑποψία. Ἆ οἱ συμβουλεύσαντες δὲν ἦσαν διόλου συνετοί. Παρέγινε — λέγει ὁ Μαρδόνιος — ἡ ἱστορία αὐτή, καὶ πρέπει ἐξ ἅπαντος νὰ παύσει ὁ θόρυβός της.— Ὁ Ἰουλιανὸς πηγαίνει πάλιν ἀναγνώστης στὴν ἐκκλησία τῆς Νικομηδείας, ὅπου μεγαλοφώνως καὶ μετ᾽ εὐλαβείας πολλῆς τὲς ἱερὲς Γραφὲς διαβάζει, καὶ τὴν χριστιανική του εὐσέβεια ὁ λαός θαυμάζει.
1924
ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ
Εἶπε ὁ Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής στὴν Ἀλεξάνδρεια· ἐπὶ βασιλείας αὐγούστου Κώνσταντος καὶ αὐγούστου Κωνσταντίου· ἐν μέρει ἐθνικός, κ᾽ ἐν μέρει χριστιανίζων)· «Δυναμωμένος μὲ θεωρία καὶ μελέτη, ἐγὼ τὰ πάθη μου δὲν θὰ φοβοῦμαι σὰ δειλός. Τὸ σῶμα μου στὲς ἡδονὲς θὰ δώσω, στὲς ἀπολαύσεις τὲς ὀνειρεμένες, στὲς τολμηρότερες ἐρωτικὲς ἐπιθυμίες, στὲς λάγνες τοῦ αἵματός μου ὁρμές, χωρίς κανέναν φόβο, γιατὶ ὅταν θέλω — καὶ θἄχω θέλησι, δυναμωμένος ὡς θἆμαι μὲ θεωρία καὶ μελέτη — στὲς κρίσιμες στιγμὲς θὰ ξαναβρίσκω τὸ πνεῦμα μου, σὰν πρίν, ἀσκητικό.»
1911
BYZANTINAI HMEPAI
Η θεματογραφία του Καβάφη περιλαμβάνει ιστορικά πρόσωπα του Βυζαντίου ήδη από τα πρωτόλεια ποιήματά του. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, 1081-1118, και οι γυναίκες που πλαισίωσαν τη ζωή και τη δράση του, όπως η μητέρα του Άννα Δαλασσηνή, η σύζυγός του Ειρήνη Δούκαινα και η κόρη του Άννα Κομνηνή, αλλά και ο υπόλοιπος οίκος των Κομνηνών απασχόλησαν τον ποιητή. Αρκετά από τα ποιήματά του αναφέρονται στην περίοδο της παρακμής πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, 1453, και την πτώση της Τραπεζούντας το 1462. Στις Βυζαντιναί Ημέραι περιλαμβάνονται τα ποιήματα Bυζαντινός άρχων, εξόριστος στιχουργών, Άννα Δαλασηνή, Άννα Kομνηνή, Mανουήλ Kομνηνός, Aπό υαλί χρωματιστό και Πᾶρθεν για τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους, τον οικογενειακό τους περίγυρο, την παρακμή πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την άλωση της Τραπεζούντας.
ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ
Στὸν πρόλογο τῆς Ἀλεξιάδος της θρηνεῖ, γιὰ τὴν χηρεία της ἡ Ἄννα Κομνηνή. Εἰς ἴλιγγον εἶν᾽ ἡ ψυχή της. «Καὶ »ρείθροις δακρύων» μᾶς λέγει «περιτέγγω »τοὺς ὀφθαλμούς….. Φεῦ τῶν κυμάτων» τῆς ζωῆς της, «φεῦ τῶν ἐπαναστάσεων». Τὴν καίει ἡ ὀδύνη «μέχρις ὀστέων καὶ μυελῶν καὶ μερισμοῦ ψυχῆς». Ὅμως ἡ ἀλήθεια μοιάζει ποὺ μιὰ λύπη μόνην καιρίαν ἐγνώρισεν ἡ φίλαρχη γυναῖκα· ἕναν καϋμὸ βαθὺ μονάχα εἶχε (κι ἄς μὴν τ᾽ ὁμολογεῖ) ἡ ἀγέρωχη αὐτὴ Γραικιά, ποὺ δὲν κατάφερε, μ᾽ ὅλην τὴν δεξιότητά της, τὴν Βασιλείαν ν᾽ ἀποκτήσει· μὰ τὴν πῆρε σχεδὸν μεσ᾽ ἀπ᾽ τὰ χέρια της ὁ προπετὴς Ἰωάννης.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΧΩΝ, ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ, ΣΤΙΧΟΥΡΓΩΝ
Οἱ ἐλαφροὶ ἂς μὲ λέγουν ἐλαφρόν. Στὰ σοβαρὰ πράγματα ἤμουν πάντοτε ἐπιμελέστατος. Καὶ θὰ ἐπιμείνω, ὅτι κανεὶς καλλίτερά μου δὲν γνωρίζει Πατέρας ἢ Γραφάς, ἢ τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων. Εἰς κάθε ἀμφιβολίαν του ὁ Βοτανειάτης, εἰς κάθε δυσκολίαν στὰ ἐκκλησιαστικά, ἐμένα συμβουλεύονταν, ἐμένα πρῶτον. Ἀλλὰ ἐξόριστος ἐδῶ (νὰ ὄψεται ἡ κακεντρεχὴς Εἰρήνη Δούκαινα), καὶ δεινῶς ἀνιῶν, οὐδόλως ἄτοπον εἶναι νὰ διασκεδάζω ἑξάστιχα κι ὀκτάστιχα ποιῶν — νὰ διασκεδάζω μὲ μυθολογήματα Ἑρμοῦ, καὶ Ἀπόλλωνος, καὶ Διονύσου, ἢ ἡρώων τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Πελοποννήσου· καὶ νὰ συνθέτω ἰάμβους ὀρθοτάτους, ὅπως — θὰ μ᾽ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ — οἱ λόγιοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ξέρουν νὰ συνθέσουν. Αὐτὴ ἡ ὀρθότης, πιθανόν, εἶν᾽ ἡ αἰτία τῆς μομφῆς.
1921
ΑΝΝΑ ΔΑΛΑΣΣΗΝΗ
Εἰς τὸ χρυσόβουλλον ποὺ ἔβγαλ᾽ ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς γιὰ νὰ τιμήσει τὴν μητέρα του ἐπιφανῶς, τὴν λίαν νοήμονα Κυρίαν Ἄννα Δαλασσηνὴ — τὴν ἀξιόλογη στὰ ἔργα της, στὰ ἤθη — ὑπάρχουν διάφορα ἐγκωμιαστικά: ἐδῶ ἂς μεταφέρουμε ἀπὸ αὐτὰ μιὰ φράσιν ἔμορφην, εὐγενικὴ «Οὐ τὸ ἐμὸν ἢ τὸ σόν, τὸ ψυχρὸν τοῦτο ρῆμα, ἐρρήθη».
1927
ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς μιὰ μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη. Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος παληὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται, κι ἀπ᾽ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν, καὶ τὰ φορεῖ, κ᾽ εὐφραίνεται ποὺ δείχνει ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου. Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν, καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν ντυμένοι μὲς τὴν πίστι των σεμνότατα.
1905
ΑΠΟ ΥΑΛΙ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟ
Πολὺ μὲ συγκινεῖ μιὰ λεπτομέρεια στὴν στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν. Ὅπως δὲν εἶχαν παρὰ λίγους πολύτιμους λίθους (τοῦ ταλαιπώρου κράτους μας ἦταν μεγάλ᾽ ἡ πτώχεια) φόρεσαν τεχνητούς. Ἕνα σωρὸ κομάτια ἀπὸ ὑαλί, κόκκινα, πράσινα ἢ γαλάζια. Τίποτε τὸ ταπεινὸν ἢ τὸ ἀναξιοπρεπὲς δὲν ἔχουν κατ᾽ ἐμὲ τὰ κοματάκια αὐτὰ ἀπὸ ὑαλὶ χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον σὰν μιὰ διαμαρτυρία θλιβερὴ κατὰ τῆς ἄδικης κακομοιριᾶς τῶν στεφομένων. Εἶναι τὰ σύμβολα τοῦ τί ἥρμοζε νὰ ἔχουν, τοῦ τί ἐξ ἅπαντος ἧταν ὀρθὸν νὰ ἔχουν στὴν στέψι των ἕνας Κὺρ Ἰωάννης Καντακουζηνός, μιὰ Κυρία Εἰρήνη Ἀνδρόνικου Ἀσάν.
1925
ΠEPIMENONTAΣ TOYΣ BAPBAPOYΣ
Η σκηνή είναι πιθανότατα φανταστική αλλά το σκηνικό μας υποβάλλει τη Ρώμη της παρακμής λίγο πριν την κατάλυση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας από τους λαούς των μεγάλων επιδρομών.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ
—Τί περιμένουμε στὴν ἀγορὰ συναθροισμένοι; Εἶναι οἱ βάρβαροι νὰ φθάσουν σήμερα.
—Γιατί μέσα στὴν Σύγκλητο μιὰ τέτοια ἀπραξία; Τί κάθοντ᾽ οἱ Συγκλητικοὶ καὶ δὲν νομοθετοῦνε; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα. Τί νόμους πιὰ θὰ κάμουν οἱ Συγκλητικοί; Οἱ βάρβαροι σὰν ἔλθουν θὰ νομοθετήσουν.
—Γιατί ὁ αὐτοκράτωρ μας τόσο πρωΐ σηκώθη, καὶ κάθεται στῆς πόλεως τὴν πιὸ μεγάλη πύλη στὸν θρόνο ἐπάνω, ἐπίσημος, φορῶντας τὴν κορώνα; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα. Κι ὁ αὐτοκράτωρ περιμένει νὰ δεχθεῖ τὸν ἀρχηγό τους. Μάλιστα ἑτοίμασε γιὰ νὰ τὸν δώσει μιὰ περγαμηνή. Ἐκεῖ τὸν ἔγραψε τίτλους πολλοὺς κι ὀνόματα.
—Γιατί οἱ δυό μας ὕπατοι κ᾽ οἱ πραίτορες ἐβγῆκαν σήμερα μὲ τὲς κόκκινες, τὲς κεντημένες τόγες• γιατί βραχιόλια φόρεσαν μὲ τόσους ἀμεθύστους, καὶ δαχτυλίδια μὲ λαμπρά, γυαλιστερὰ σμαράγδια· γιατί νὰ πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ᾽ ἀσήμια καὶ μαλάματα ἔκτακτα σκαλιγμένα; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα· καὶ τέτοια πράγματα θαμπόνουν τοὺς βαρβάρους.
—Γιατί κ᾽ οἱ ἄξιοι ρήτορες δὲν ἔρχονται σὰν πάντα νὰ βγάλλουνε τοὺς λόγους τους, νὰ ποῦνε τὰ δικά τους; Γιατὶ οἱ βάρβαροι θὰ φθάσουν σήμερα· κι αὐτοί βαρυοῦντ᾽ εὐφράδειες καὶ δημηγορίες.
—Γιατί ν᾽ ἀρχίσει μονομιᾶς αὐτὴ ἡ ἀνησυχία κ᾽ ἡ σύγχυσις. (Τὰ πρόσωπα τί σοβαρὰ ποὺ ἐγίναν). Γιατί ἀδειάζουν γρήγορα οἱ δρόμοι κ᾽ ἡ πλατέες, κι ὅλοι γυρνοῦν στὰ σπίτια τους πολὺ συλλογισμένοι; Γιατὶ ἐνύχτωσε κ᾽ οἱ βάρβαροι δὲν ἧλθαν. Καὶ μερικοὶ ἔφθασαν ἀπ᾽ τὰ σύνορα, καὶ εἴπανε πὼς βάρβαροι πιὰ δὲν ὑπάρχουν. Καὶ τώρα τί θὰ γὲνουμε χωρὶς βαρβάρους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις.
1898
Συντελεστές:
Μουσεία που δάνεισαν έργα:
Kunsthistorisches Museum, Munzkabinett Βιέννη
Bibliotheque Nationale, Cabinet des Medailles, Παρίσι
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα
Φορείς που δάνεισαν έργα:
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Μάνος Χαριτάτος – Ιδιωτική Συλλογή
Ομάδα εργασίας:
Δέσποινα Ευγενίδου, Διευθύντρια ΝΜ
Γιόρκα Νικολάου, Νομισματολόγος ΝΜ
Παναγιώτης Τσέλεκας, Νομισματολόγος ΝΜ
Στέφανος Γερουλάνος, Καθηγητής Πανεπιστημίου
Βάσω Πέννα, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου
Αρχιτέκτων:
Αντιόπη Πανταζή
Συντήρηση:
Έλενα Κοντού
Νίκη Κατσικώστα
Με την ευγενική χορηγία