Η Τράπεζα της Ελλάδος αναλαμβάνει το εκδοτικό προνόμιο
Η σύγχρονη οικονομική και νομισματική ιστορία της χώρας είναι συνυφασμένη με εκείνη της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία συστάθηκε το 1927 και ανέλαβε το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης τραπεζογραμματίων.
To 1933, πέντε χρόνια μετά την έναρξη των εργασιών της, η Τράπεζα εγκαινίασε την πρώτη έκδοση τραπεζογραμματίων της. Πρόκειται για χαρτονομίσματα πέντε αξιών που τυπώθηκαν στο εξωτερικό, στις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Αν και χαρακτηρίζονται από τη διαφορετική αισθητική προσέγγιση των δύο εργοστασίων που ανέλαβαν την κατασκευή τους, στο σύνολό τους τα γραμμάτια συνδυάζουν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά με τη σύγχρονη πραγματικότητα, προβάλλοντας την Τράπεζα ως πυλώνα της ελληνικής οικονομίας αλλά και ως θεσμό που ενσαρκώνει την ιστορική συνέχεια.
Τα τραπεζογραμμάτια των 500 και 5.000 δραχμών ήταν τα πρώτα που τέθηκαν σε κυκλοφορία, το 1933. Τυπώθηκαν στη Νέα Υόρκη, από την American Bank Note Company (ABNC), αλλά φιλοτεχνήθηκαν στην Αθήνα, από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αξελό, Προϊστάμενο του Τμήματος Καταρτισμού Τύπου Τραπεζογραμματίων της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στις εμπρόσθιες όψεις των γραμματίων, μέσα σε κυκλικό διάχωρο με πλούσια διακοσμημένο πλαίσιο, προβάλλει η προτομή της Αθηνάς. Η θεά Αθηνά (λατιν. Minerva) σύμβολο της σοφίας και της γνώσης, της εμπορικής και οικονομικής δύναμης, τόσο στην ελληνική όσο και την παγκόσμια οικονομική κουλτούρα, έχει απεικονιστεί επανειλημμένως σε χαρτονομίσματα. Η συγκεκριμένη ιδεαλιστική απόδοσή της, ωστόσο, δεν αποτελεί μία ακόμα βινιέτα (vignette) από αυτές που είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Πρόκειται για τμήμα του εμβλήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο σχεδίασε το 1928 ο Μιχαήλ Αξελός. Η μορφή της Αθηνάς στα εναρκτήρια αυτά τραπεζογραμμάτια υιοθετείται με την πρόθεση προβολής της νεοσύστατης Τράπεζας και λειτουργεί ως σφραγίδα αξιοπιστίας, νομιμότητας και οικονομικής ισχύοςτου ιδρύματος.Σε αυτό συντελούν και τα δάπεδα των γραμματίων, δηλαδή τα διακοσμητικά-ασφαλιστικά υπόβαθρά τους, όπου με μικροσκοπικά γράμματα επαναλαμβάνεται η επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ».
Η σχεδιαστική αντίληψη που χαρακτηρίζει παλαιότερες νομισματικές δημιουργίες του Μιχαήλ Αξελού,καθώς και η συνέπειά του στην επιλογή των εικονιστικών θεμάτων και των παραπληρωματικών στοιχείων του εκάστοτε τραπεζογραμματίου είναι ευδιάκριτες στα δύο γραμμάτια της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι 5.000 δραχμές ακολουθούν τον βυζαντινό ρυθμό. Στην εμπρόσθια όψη, αντί πλαισίου, απεικονίζονται δύο κίονες από την Αγία Σοφία, πάνω στους οποίους στηρίζεται επιστύλιο με βυζαντινό κόσμημα. Στην οπίσθια όψη, η κεντρική βινιέτα με τον μυθικό γρύπα αλλά και το κόσμημα που πλαισιώνει τις τέσσερεις πλευρές του γραμματίου είναι επίσης βυζαντινής τέχνης.
Ο ρυθμός του τραπεζογραμματίου των 500 δραχμών είναι «Κρητομυκηναϊκής εποχής». Ως κεντρικό εικονογραφικό θέμα της οπίσθιας όψης υιοθετείται το ανάπτυγμα της διακόσμησης του κυπέλλου του Βαφειού, της αριστουργηματικής παράστασης αιχμαλωσίας τριών ταύρων, που χρονολογείται στις αρχές του 15ου αιώνα π.Χ. Στην εμπρόσθια όψη, τα παραπληρωματικά κοσμήματα πάνω στα οποία χαράσσονται οι δύο αριθμοί 500,δηλωτικοί της αξίας του γραμματίου, είναι μινωικά. Αντίστοιχα το κυκλικό πλαίσιο της Αθηνάς στην εμπρόσθια όψη και το πολύχρωμο πλαίσιο του γραμματίου στην οπίσθια αντιγράφουν μυκηναϊκά κοσμήματα.
Το 1936 τέθηκαν σε κυκλοφορία και τα υπόλοιπα χαρτονομίσματα της πρώτης έκδοσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι 50, 100 και 1.000 δραχμές σχεδιάστηκαν και τυπώθηκαν στο Παρίσι, από την Banque de France. Τα πλούσια ζωντανά χρώματα και ο πυκνός φυτικός διάκοσμος αποτυπώνουν την αισθητική της εποχής στη Γαλλία, ενώ συγχρόνως συμβολίζουν την ειρήνη και την ευημερία, αποπνέοντας το αίσθημα αισιοδοξίας του Μεσοπολέμου.
Οι σύνθετες φυτικές παραστάσεις με τα φυλλώματα, τους ελισσόμενους βλαστούς και τις μακρόστενες ταινίες πλεγμένων φύλλων και ανθών, τοποθετούνται συμμετρικά στην επιφάνεια των τραπεζογραμματίων, πλαισιώνοντας τα κεντρικά εικονογραφικά τους θέματα που αντλούνται από την μυθολογία, την αρχαιότητα αλλά και τη σύγχρονη αγροτική ζωή. Η παραπληρωματική εικονογράφηση, οι διακριτικές δηλαδή παραστάσεις στο έδαφος των γραμματίων, αναδεικνύουν τομείς της ελληνικής οικονομίας, όπως η ναυτιλία, οι σιδηροδρομικές μεταφορές και η βιομηχανία.
Το τραπεζογραμμάτιο των 50 δραχμών είναι αφιερωμένο στην ελληνική γεωργία. Δέσμες σταχυών καλύπτουν το δάπεδο της εμπρόσθιας όψης, ενώ στο κέντρο χιαστί απεικονίζονται τα εργαλεία του θερισμού, το δρεπάνι και η τσουγκράνα. Αριστερά, αποδίδεται η Ελληνίδα αγρότισσα φορτωμένη με ένα δεμάτι στάχυα. Η ίδια θεματική υιοθετείται στην οπίσθια όψη, όπου την κεντρική εικόνα συνθέτει το περίφημο λατρευτικό ανάγλυφο της Ελευσίνας: η θεά της γεωργίας Δήμητρα παραδίδει στον ήρωα Τριπτόλεμο τα ιερά στάχυα για να διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια των σιτηρών
Με την εναρκτήρια αυτή έκδοση τραπεζογραμματίων της Τράπεζας της Ελλάδος αναδεικνύονται και άλλοι τομείς της ελληνικής οικονομίας της εποχής. Στο εμπόριο παραπέμπει η απεικόνιση του θεού Ερμή στην εμπρόσθια όψη των 100 δραχμών. Η εκατέρωθεν παραπληρωματική εικονογράφηση ατμόπλοιων αναφέρεται στην ναυτιλία. Ενώ, στην οπίσθια όψη, η αγρότισσα που κουβαλά ένα πανέρι γεμάτο σταφύλια από σκηνή τρύγου, δίνει έμφαση στην προστασία της ελληνικής μεσοπολεμικής γεωργίας.
Τα χαρτονομίσματα, εκτός από οικονομικά εργαλεία, λειτουργούν και ως φορείς της εθνικής ιδεολογίας, μεταδίδοντας τις κρατικές αξίες σε κάθε πολίτη που τα χρησιμοποιεί. Κεντρική εικόνα και των δύο όψεων του τραπεζογραμματίου των 1.000 δραχμών αποτελεί η «Σπετσιώτισσα», που παραπέμπει στην πολιτιστική ταυτότητα του έθνους. Η κόρη με την παραδοσιακή τοπική ενδυμασία ακουμπά σε στάμνα και πλαισιώνεται από δενδρύλλια δάφνης. Στην οπίσθια όψη, εκατέρωθεν της μορφής, απεικονίζονται οι συμβολικές συνθέσεις της ναυτιλίας και της βιομηχανίας. Παριστάνονται δύο νέοι άνδρες εργάτες: ο πρώτος αριστερά τακτοποιεί την αλυσίδα μιας άγκυρας και πίσω του προβάλλει ναυπηγείο, ενώ ο δεύτερος δουλεύει σε αμόνι και στο βάθος εικονογραφείται εργοστάσιο και ατμομηχανή τρένου.